- μπαϊράμι(ον)
- το байрам (мусульманский праздник)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαϊράμι — Λέξη τουρκοπερσική, που σημαίνει γιορτή. Ειδικά ονομάζονται μ. οι δύο μεγάλες γιορτές της μουσουλμανικής θρησκείας, το μικρό μ., που λέγεται από τους Τούρκους σεκέρμ, και το κουρμπάν μ. (γιορτή των θυσιών). Οι Τούρκοι θεωρούν το πρώτο… … Dictionary of Greek
μπαϊράμι — το ιού (λ. τουρκ.), μεγάλη θρησκευτική γιορτή του Ισλάμ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)